χλωρικός

χλωρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλώριο, αυτός που περιέχει χλώριο: Το οξύ αυτό λέγεται χλωρικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χλωρικός — ή, ό / χλωρικός, ή, όν, ΝΑ [χλωρός] νεοελλ. 1. χημ. συνοπτικός χαρακτηρισμός ορισμένων οξυγονούχων ενώσεων τού χλωρίου και συγκεκριμένα τού χλωρικού οξέος και τών αλάτων του 2. φρ. «χλωρικό κάλιο» χημ. άλας τού χλωρικού οξέος που αποτελεί τη βάση …   Dictionary of Greek

  • χλωρικῆς — χλωρικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερχλωρικός — ή, ό, Ν φρ. α) «υπερχλωρικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση στην οποία το χλώριο έχει αριθμό οξείδωσης 7 και η οποία παρασκευάζεται από τα άλατα του με επίδραση πυκνού διαλύματος θειικού οξέος β) «υπερχλωρικά άλατα» χημ. τα άλατα που σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”